- αγεωδαίτητος
- -η, -οαυτός που δε διαιρέθηκε, δε μετρήθηκε γεωδαιτικά: Αρκετές περιοχές της χώρας μας είναι ακόμη αγεωδαίτητες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγεωδαίτητος — η, ο [γεωδαιτώ] 1. (για εδαφική έκταση) αυτός που δεν έχει γεωδαιτηθεί, αδιανέμητος, αδιαίρετος 2. αυτός που δεν γνωρίζει γεωδαισία (κατά το αγεωμέτρητος) … Dictionary of Greek